- παράτολμα
- επίρρ. τροπ., με εξαιρετική τόλμη, με κίνδυνο, ριψοκίνδυνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατατολμώ — κατατολμῶ, άω (AM) (επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.) μσν. μέσ. κατατολμῶμαι, άομαι επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα αρχ. 1 … Dictionary of Greek
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek
έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα … Dictionary of Greek
αφειδώ — ἀφειδῶ ( έω) (Α) [αφειδής] 1. είμαι αφειδής, παρέχω κάτι χωρίς φειδώ 2. αψηφώ, περιφρονώ (κινδύνους, πόνο κ.λπ.) 3. (η μτχ. αορ. απολύτως) ἀφειδήσαντες παράτολμα, ριψοκίνδυνα … Dictionary of Greek
νεανιεύομαι — (Α) [νεανίας] 1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία 2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό 3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις 4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ… … Dictionary of Greek
παράτολμος — η, ο / παράτολμος, ον, ΝΑ αυτός που είναι τολμηρός πέρα από όσο πρέπει, υπερβολικά τολμηρός, ριψοκίνδυνος. επίρρ... παράτολμα / παρατόλμως ΝΑ με τρόπο παράτολμο, ριψοκίνδυνο, υπερβολικά τολμηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τόλμη + κατάλ. ος) … Dictionary of Greek
παραξόνιος — α, ο / παραξόνιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον άξονα 2. το ουδ. ως ουσ. το παραξόνιο(ν) σιδερένιος πασσαλίσκος, πίρος ο οποίος είναι μπηγμένος κάθετα στο άκρο άξονα άμαξας για να εμποδίζει την έξοδο τού τροχού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… … Dictionary of Greek
Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek